λῆστιν

λῆστιν
λῆστις
forget
fem acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ίσχω — ἴσχω (Α) 1. εμποδίζω, περιορίζω, συγκρατώ, βαστώ («μηδὲν ἡμᾱς ἰσχέτω», Αριστοφ.) 2. (ενεργ. και μέσ.) κρατώ τον εαυτό μου, συγκρατούμαι, στέκομαι (α. «ἴσχε, μὴ φοβοῡ», Αισχύλ. β. «ἴσχεσθ Ἀργεῑοι, μὴ φεύγετε», Ομ. Οδ.) 3. απομακρύνομαι 4. παθ.… …   Dictionary of Greek

  • λήστις — λῆστις, εως, ἡ (Α) 1. λήθη, λησμονιά («ὀρχηστύς θ ἅμα κακῶν τε λῆστις», Ευρ.) 2. φρ. «λῆστιν ἴσχω» λησμονώ, επιλανθάνομαι (Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *λᾱθ τις (< θ. λᾱθ τού λανθάνω, πρβλ. λήθη) με συριστικοποίηση τού θ προ τού τ (πρβλ. *πιθ τός > …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”